- ξιδιάζω
- ξίδιασα, ξιδιασμένος1. μτβ., κάνω κάτι να γίνει ξινό.2. αμτβ., για κρασί, χαλνώ, γίνομαι ξίδι, ξινίζω: Τα σταφύλια δεν ήταν ώριμα και το κρασί ξίδιασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.